- ζουλάπι
- και ζ'λάπι, το (Μ ζουλάπι[ν])νεοελλ.1. άγριο ζώο, ιδίως ο λύκος2. (υβριστ. για πρόσ.) βλάκας, χαζόςμσν.φαρμακευτικό αφέψημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζουλάπι — ζουλάπι, το και ζλάπι, το ιού (λ. ρουμ.) 1. άγριο ζώο, κυρίως η αλεπού και ο λύκος: Τα σταφύλια τα έφαγε το ζουλάπι. 2. άνθρωπος πονηρός και κακός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιοζούλαπον — ἰοζούλαπον, τὸ (Μ) φαρμακευτικό ρόφημα από ία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + ζουλάπι(ν) «φαρμακευτικό ρόφημα»] … Dictionary of Greek
νουφαροζούλαπον — νουφαροζούλαπον, τὸ (Μ) αφέψημα το οποίο παρασκευαζόταν από το φυτό νούφαρο για τις θεραπευτικές του ιδιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < νούφαρο + ζουλάπι(ν) «φαρμακευτικό ρόφημα» (πρβλ. ιο ζούλαπον)] … Dictionary of Greek